- ιουστικία
- και γιουστικία και γιουστίτσια, ηβοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών ακανθινών με πολλά είδη ιθαγενή τών τροπικών περιοχών, η αντάτοντα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. justicia < το όν. τού Σκώτου βοτανολόγου James Justice].
Dictionary of Greek. 2013.